Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διώξιππος
δίωξις
διωργισμένως
Διώρης
διωρία
διωρισμένως
δίωρος
διώροφος
διώρυγος
διῶρυξ
διωρυχή
δίωσις
διωσμός
διωστήρ
δίωστρα
δίωτος
διωχής
δμῆσις
δμήτειρα
δμητήρ
δμητός
View word page
διωρυχή
a digging through

ShortDef

a digging through

Debugging

Headword:
διωρυχή
Headword (normalized):
διωρυχή
Headword (normalized/stripped):
διωρυχη
IDX:
23640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23641
Key:

Data

{'content': 'a digging through'}