Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διωξικέλευθος
διώξιππος
δίωξις
διωργισμένως
Διώρης
διωρία
διωρισμένως
δίωρος
διώροφος
διώρυγος
διῶρυξ
διωρυχή
δίωσις
διωσμός
διωστήρ
δίωστρα
δίωτος
διωχής
δμῆσις
δμήτειρα
δμητήρ
View word page
διῶρυξ
a trench, conduit, canal

ShortDef

a trench, conduit, canal

Debugging

Headword:
διῶρυξ
Headword (normalized):
διῶρυξ
Headword (normalized/stripped):
διωρυξ
IDX:
23639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23640
Key:

Data

{'content': 'a trench, conduit, canal'}