Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διωμοσία
διώμοτος
Δίων
Διώνειος
διωνέομαι
Διώνη
διωνυμέω
διωνυμία
διώνυμος
διωξικέλευθος
διώξιππος
δίωξις
διωργισμένως
Διώρης
διωρία
διωρισμένως
δίωρος
διώροφος
διώρυγος
διῶρυξ
διωρυχή
View word page
διώξιππος
horse-driving

ShortDef

horse-driving

Debugging

Headword:
διώξιππος
Headword (normalized):
διώξιππος
Headword (normalized/stripped):
διωξιππος
IDX:
23630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23631
Key:

Data

{'content': 'horse-driving'}