Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διώθησις
διωθίζομαι
διωθισμός
διωκτέος
διώκτης
διωκτικός
διωκτός
διωκτύς
διώκω
διωλένιος
διωλύγιος
διωμοσία
διώμοτος
Δίων
Διώνειος
διωνέομαι
Διώνη
διωνυμέω
διωνυμία
διώνυμος
διωξικέλευθος
View word page
διωλύγιος
far-sounding, enormous, immense

ShortDef

far-sounding, enormous, immense

Debugging

Headword:
διωλύγιος
Headword (normalized):
διωλύγιος
Headword (normalized/stripped):
διωλυγιος
IDX:
23619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23620
Key:

Data

{'content': 'far-sounding, enormous, immense'}