Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διωγμητικά
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διώθησις
διωθίζομαι
διωθισμός
διωκτέος
διώκτης
διωκτικός
διωκτός
διωκτύς
διώκω
διωλένιος
διωλύγιος
διωμοσία
διώμοτος
Δίων
Διώνειος
διωνέομαι
Διώνη
View word page
διωκτός
driven into exile, banished

ShortDef

driven into exile, banished

Debugging

Headword:
διωκτός
Headword (normalized):
διωκτός
Headword (normalized/stripped):
διωκτος
IDX:
23615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23616
Key:

Data

{'content': 'driven into exile, banished'}