Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διωγμείτης
διωγμητικά
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διώθησις
διωθίζομαι
διωθισμός
διωκτέος
διώκτης
διωκτικός
διωκτός
διωκτύς
διώκω
διωλένιος
διωλύγιος
διωμοσία
διώμοτος
Δίων
Διώνειος
διωνέομαι
View word page
διωκτικός
apt to pursue, follow

ShortDef

apt to pursue, follow

Debugging

Headword:
διωκτικός
Headword (normalized):
διωκτικός
Headword (normalized/stripped):
διωκτικος
IDX:
23614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23615
Key:

Data

{'content': 'apt to pursue, follow'}