Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίωγμα
διωγμείτης
διωγμητικά
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διώθησις
διωθίζομαι
διωθισμός
διωκτέος
διώκτης
διωκτικός
διωκτός
διωκτύς
διώκω
διωλένιος
διωλύγιος
διωμοσία
διώμοτος
Δίων
Διώνειος
View word page
διώκτης
a pursuer
ShortDef
a pursuer
Debugging
Headword:
διώκτης
Headword (normalized):
διώκτης
Headword (normalized/stripped):
διωκτης
IDX:
23613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23614
Key:
Data
{'content': 'a pursuer'}