Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διψώδης
δίω
διωβελία
διωβολιαῖος
διώβολον
δίωγμα
διωγμείτης
διωγμητικά
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διώθησις
διωθίζομαι
διωθισμός
διωκτέος
διώκτης
διωκτικός
διωκτός
διωκτύς
διώκω
διωλένιος
View word page
διωθέω
to push asunder, tear away

ShortDef

to push asunder, tear away

Debugging

Headword:
διωθέω
Headword (normalized):
διωθέω
Headword (normalized/stripped):
διωθεω
IDX:
23608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23609
Key:

Data

{'content': 'to push asunder, tear away'}