Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίψησις
διψητικός
δίψιος
διψοποιός
δίψος
δίψυχος
διψώδης
δίω
διωβελία
διωβολιαῖος
διώβολον
δίωγμα
διωγμείτης
διωγμητικά
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διώθησις
διωθίζομαι
διωθισμός
διωκτέος
View word page
διώβολον
double obol

ShortDef

double obol

Debugging

Headword:
διώβολον
Headword (normalized):
διώβολον
Headword (normalized/stripped):
διωβολον
IDX:
23602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23603
Key:

Data

{'content': 'double obol'}