Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διψάω
διψηρός
δίψησις
διψητικός
δίψιος
διψοποιός
δίψος
δίψυχος
διψώδης
δίω
διωβελία
διωβολιαῖος
διώβολον
δίωγμα
διωγμείτης
διωγμητικά
διωγμός
διώδυνος
διωθέω
διώθησις
διωθίζομαι
View word page
διωβελία
the allowance of two obols

ShortDef

the allowance of two obols

Debugging

Headword:
διωβελία
Headword (normalized):
διωβελία
Headword (normalized/stripped):
διωβελια
IDX:
23600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23601
Key:

Data

{'content': 'the allowance of two obols'}