Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίχρονος
δίχροος
δίχρωμος
δίχωρον
διχῶς
δίψα
διψακερός
δίψακος
διψαλέος
διψάς
διψάω
διψηρός
δίψησις
διψητικός
δίψιος
διψοποιός
δίψος
δίψυχος
διψώδης
δίω
διωβελία
View word page
διψάω
to thirst
ShortDef
to thirst
Debugging
Headword:
διψάω
Headword (normalized):
διψάω
Headword (normalized/stripped):
διψαω
IDX:
23590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23591
Key:
Data
{'content': 'to thirst'}