Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχοφυής
διχοφυΐα
διχοφωνέω
διχοφωνία
δίχροια
διχρονία
δίχρονος
δίχροος
δίχρωμος
δίχωρον
διχῶς
δίψα
διψακερός
δίψακος
διψαλέος
διψάς
διψάω
διψηρός
δίψησις
View word page
δίχρωμος
two-coloured
ShortDef
two-coloured
Debugging
Headword:
δίχρωμος
Headword (normalized):
δίχρωμος
Headword (normalized/stripped):
διχρωμος
IDX:
23582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23583
Key:
Data
{'content': 'two-coloured'}