Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίχους
διχοφρονέω
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχοφυής
διχοφυΐα
διχοφωνέω
διχοφωνία
δίχροια
διχρονία
δίχρονος
δίχροος
δίχρωμος
δίχωρον
διχῶς
δίψα
διψακερός
δίψακος
διψαλέος
διψάς
διψάω
View word page
δίχρονος
of two quantities, common

ShortDef

of two quantities, common

Debugging

Headword:
δίχρονος
Headword (normalized):
δίχρονος
Headword (normalized/stripped):
διχρονος
IDX:
23580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23581
Key:

Data

{'content': 'of two quantities, common'}