Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διχορία
διχοριάζω
διχορραγής
διχόρροπος
διχοστασία
διχοστατέω
διχοτομέω
διχοτόμημα
διχοτομία
διχότομος
διχοτόμος
δίχους
διχοφρονέω
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχοφυής
διχοφυΐα
διχοφωνέω
διχοφωνία
δίχροια
διχρονία
View word page
διχοτόμος
cutting in two
ShortDef
cutting in two
Debugging
Headword:
διχοτόμος
Headword (normalized):
διχοτόμος
Headword (normalized/stripped):
διχοτομος
IDX:
23569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23570
Key:
Data
{'content': 'cutting in two'}