Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διχόρειος
διχορία
διχοριάζω
διχορραγής
διχόρροπος
διχοστασία
διχοστατέω
διχοτομέω
διχοτόμημα
διχοτομία
διχότομος
διχοτόμος
δίχους
διχοφρονέω
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχοφυής
διχοφυΐα
διχοφωνέω
διχοφωνία
δίχροια
View word page
διχότομος
cut in half, divided equally
ShortDef
cut in half, divided equally
Debugging
Headword:
διχότομος
Headword (normalized):
διχότομος
Headword (normalized/stripped):
διχοτομος
IDX:
23568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23569
Key:
Data
{'content': 'cut in half, divided equally'}