Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διχόνοια
διχόνοος
διχοποιός
δίχορδος
διχόρειος
διχορία
διχοριάζω
διχορραγής
διχόρροπος
διχοστασία
διχοστατέω
διχοτομέω
διχοτόμημα
διχοτομία
διχότομος
διχοτόμος
δίχους
διχοφρονέω
διχοφροσύνη
διχόφρων
διχοφυής
View word page
διχοστατέω
to stand apart, disagree

ShortDef

to stand apart, disagree

Debugging

Headword:
διχοστατέω
Headword (normalized):
διχοστατέω
Headword (normalized/stripped):
διχοστατεω
IDX:
23564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23565
Key:

Data

{'content': 'to stand apart, disagree'}