Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διχαστός
διχάω
δίχειλον
διχή
διχῆ
διχηλέω
διχήλησις
δίχηλος
διχήρης
διχθά
διχθάδιος
διχίτων
διχόβουλος
διχογνωμονέω
διχόγνωμος
διχογνωμοσύνη
διχογνώμων
διχογραφέω
διχόθεν
διχόθυμος
διχοινικία
View word page
διχθάδιος
twofold, double, divided

ShortDef

twofold, double, divided

Debugging

Headword:
διχθάδιος
Headword (normalized):
διχθάδιος
Headword (normalized/stripped):
διχθαδιος
IDX:
23534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23535
Key:

Data

{'content': 'twofold, double, divided'}