Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διχασμός
διχαστῆρες
διχαστής
διχαστός
διχάω
δίχειλον
διχή
διχῆ
διχηλέω
διχήλησις
δίχηλος
διχήρης
διχθά
διχθάδιος
διχίτων
διχόβουλος
διχογνωμονέω
διχόγνωμος
διχογνωμοσύνη
διχογνώμων
διχογραφέω
View word page
δίχηλος
cloven-hoofed

ShortDef

cloven-hoofed

Debugging

Headword:
δίχηλος
Headword (normalized):
δίχηλος
Headword (normalized/stripped):
διχηλος
IDX:
23531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23532
Key:

Data

{'content': 'cloven-hoofed'}