Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διχάρακτος
διχάς
δίχασις
διχασμός
διχαστῆρες
διχαστής
διχαστός
διχάω
δίχειλον
διχή
διχῆ
διχηλέω
διχήλησις
δίχηλος
διχήρης
διχθά
διχθάδιος
διχίτων
διχόβουλος
διχογνωμονέω
διχόγνωμος
View word page
διχῆ
in two, asunder
ShortDef
in two, asunder
Debugging
Headword:
διχῆ
Headword (normalized):
διχῆ
Headword (normalized/stripped):
διχη
IDX:
23528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23529
Key:
Data
{'content': 'in two, asunder'}