Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίχαλκον
διχάρακτος
διχάς
δίχασις
διχασμός
διχαστῆρες
διχαστής
διχαστός
διχάω
δίχειλον
διχή
διχῆ
διχηλέω
διχήλησις
δίχηλος
διχήρης
διχθά
διχθάδιος
διχίτων
διχόβουλος
διχογνωμονέω
View word page
διχή
bisection
ShortDef
bisection
Debugging
Headword:
διχή
Headword (normalized):
διχή
Headword (normalized/stripped):
διχη
IDX:
23527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23528
Key:
Data
{'content': 'bisection'}