Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διχαίτης
διχάλα
δίχαλκον
διχάρακτος
διχάς
δίχασις
διχασμός
διχαστῆρες
διχαστής
διχαστός
διχάω
δίχειλον
διχή
διχῆ
διχηλέω
διχήλησις
δίχηλος
διχήρης
διχθά
διχθάδιος
διχίτων
View word page
διχάω
split in two
ShortDef
split in two
Debugging
Headword:
διχάω
Headword (normalized):
διχάω
Headword (normalized/stripped):
διχαω
IDX:
23525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23526
Key:
Data
{'content': 'split in two'}