Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχαίτης
διχάλα
δίχαλκον
διχάρακτος
διχάς
δίχασις
διχασμός
διχαστῆρες
διχαστής
διχαστός
διχάω
δίχειλον
διχή
View word page
δίχαλκον
a double chalcos

ShortDef

a double chalcos

Debugging

Headword:
δίχαλκον
Headword (normalized):
δίχαλκον
Headword (normalized/stripped):
διχαλκον
IDX:
23517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23518
Key:

Data

{'content': 'a double chalcos'}