Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχαίτης
διχάλα
δίχαλκον
διχάρακτος
διχάς
δίχασις
διχασμός
διχαστῆρες
διχαστής
διχαστός
View word page
δίχαιος
etymologizing variant (‘splitting in two’) of δίκαιος

ShortDef

etymologizing variant (‘splitting in two’) of δίκαιος

Debugging

Headword:
δίχαιος
Headword (normalized):
δίχαιος
Headword (normalized/stripped):
διχαιος
IDX:
23514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23515
Key:

Data

{'content': 'etymologizing variant (‘splitting in two’) of δίκαιος'}