Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχαίτης
διχάλα
δίχαλκον
διχάρακτος
διχάς
δίχασις
διχασμός
διχαστῆρες
διχαστής
View word page
διχάζω
to divide in two
ShortDef
to divide in two
Debugging
Headword:
διχάζω
Headword (normalized):
διχάζω
Headword (normalized/stripped):
διχαζω
IDX:
23513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23514
Key:
Data
{'content': 'to divide in two'}