Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχαίτης
διχάλα
δίχαλκον
διχάρακτος
διχάς
δίχασις
διχασμός
View word page
δίφωνος
speaking two languages

ShortDef

speaking two languages

Debugging

Headword:
δίφωνος
Headword (normalized):
δίφωνος
Headword (normalized/stripped):
διφωνος
IDX:
23511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23512
Key:

Data

{'content': 'speaking two languages'}