Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχαίτης
διχάλα
δίχαλκον
View word page
διφρυγής
twice roasted:
ShortDef
twice roasted:
Debugging
Headword:
διφρυγής
Headword (normalized):
διφρυγής
Headword (normalized/stripped):
διφρυγης
IDX:
23507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23508
Key:
Data
{'content': 'twice roasted:'}