Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφρήλατος
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
διχαίτης
View word page
διφροφορέω
to carry in a chair

ShortDef

to carry in a chair

Debugging

Headword:
διφροφορέω
Headword (normalized):
διφροφορέω
Headword (normalized/stripped):
διφροφορεω
IDX:
23505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23506
Key:

Data

{'content': 'to carry in a chair'}