Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφρηλάτης
διφρήλατος
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχα
διχάζω
δίχαιος
View word page
διφροῦχος
with a seat

ShortDef

with a seat

Debugging

Headword:
διφροῦχος
Headword (normalized):
διφροῦχος
Headword (normalized/stripped):
διφρουχος
IDX:
23504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23505
Key:

Data

{'content': 'with a seat'}