Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφρηλάτας
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
διφυΐα
δίφυιος
δίφωνος
δίχα
View word page
διφρουλκέω
to draw a chariot

ShortDef

to draw a chariot

Debugging

Headword:
διφρουλκέω
Headword (normalized):
διφρουλκέω
Headword (normalized/stripped):
διφρουλκεω
IDX:
23502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23503
Key:

Data

{'content': 'to draw a chariot'}