Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγακλεής
ἀγακλειτός
Ἀγακλῆς
ἀγακτιμένη
ἀγακτίμενος
ἀγαλακτία
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλομαι
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
View word page
ἀγαλλιάω
to rejoice exceedingly

ShortDef

to rejoice exceedingly

Debugging

Headword:
ἀγαλλιάω
Headword (normalized):
ἀγαλλιάω
Headword (normalized/stripped):
αγαλλιαω
IDX:
234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-235
Key:

Data

{'content': 'to rejoice exceedingly'}