Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλάτας
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
διφυής
View word page
διφρίσκος
little seat, top of a two-wheeled cart

ShortDef

little seat, top of a two-wheeled cart

Debugging

Headword:
διφρίσκος
Headword (normalized):
διφρίσκος
Headword (normalized/stripped):
διφρισκος
IDX:
23498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23499
Key:

Data

{'content': 'little seat, top of a two-wheeled cart'}