Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλάτας
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
View word page
δίφριος
of a chariot

ShortDef

of a chariot

Debugging

Headword:
δίφριος
Headword (normalized):
δίφριος
Headword (normalized/stripped):
διφριος
IDX:
23496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23497
Key:

Data

{'content': 'of a chariot'}