Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δίφιλος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
δίφρακον
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλάτας
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
View word page
διφρηλασία
chariotdriving

ShortDef

chariotdriving

Debugging

Headword:
διφρηλασία
Headword (normalized):
διφρηλασία
Headword (normalized/stripped):
διφρηλασια
IDX:
23491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23492
Key:

Data

{'content': 'chariotdriving'}