Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίφθογγος
Δίφιλος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
δίφρακον
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλάτας
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
View word page
διφρεύω
to drive a chariot
ShortDef
to drive a chariot
Debugging
Headword:
διφρεύω
Headword (normalized):
διφρεύω
Headword (normalized/stripped):
διφρευω
IDX:
23490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23491
Key:
Data
{'content': 'to drive a chariot'}