Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφθογγόομαι
δίφθογγος
Δίφιλος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
δίφρακον
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλάτας
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
View word page
διφρευτικός
concerned with chariot-driving

ShortDef

concerned with chariot-driving

Debugging

Headword:
διφρευτικός
Headword (normalized):
διφρευτικός
Headword (normalized/stripped):
διφρευτικος
IDX:
23489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23490
Key:

Data

{'content': 'concerned with chariot-driving'}