Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφθεροπώλης
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγόομαι
δίφθογγος
Δίφιλος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
δίφρακον
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλάτας
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
δίφριος
View word page
δίφραξ
a seat, chair

ShortDef

a seat, chair

Debugging

Headword:
δίφραξ
Headword (normalized):
δίφραξ
Headword (normalized/stripped):
διφραξ
IDX:
23486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23487
Key:

Data

{'content': 'a seat, chair'}