Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγόομαι
δίφθογγος
Δίφιλος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
δίφρακον
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλάτας
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
View word page
δίφρακον
seat

ShortDef

seat

Debugging

Headword:
δίφρακον
Headword (normalized):
δίφρακον
Headword (normalized/stripped):
διφρακον
IDX:
23485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23486
Key:

Data

{'content': 'seat'}