Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγόομαι
δίφθογγος
Δίφιλος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
δίφρακον
δίφραξ
διφρεία
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλάτας
View word page
διφορέω
to bear double
ShortDef
to bear double
Debugging
Headword:
διφορέω
Headword (normalized):
διφορέω
Headword (normalized/stripped):
διφορεω
IDX:
23482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23483
Key:
Data
{'content': 'to bear double'}