Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγόομαι
δίφθογγος
Δίφιλος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
δίφρακον
View word page
διφθερόομαι
to be clad in leather

ShortDef

to be clad in leather

Debugging

Headword:
διφθερόομαι
Headword (normalized):
διφθερόομαι
Headword (normalized/stripped):
διφθεροομαι
IDX:
23475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23476
Key:

Data

{'content': 'to be clad in leather'}