Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγόομαι
δίφθογγος
Δίφιλος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
View word page
διφθέρινος
of tanned leather

ShortDef

of tanned leather

Debugging

Headword:
διφθέρινος
Headword (normalized):
διφθέρινος
Headword (normalized/stripped):
διφθερινος
IDX:
23474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23475
Key:

Data

{'content': 'of tanned leather'}