Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγόομαι
δίφθογγος
Δίφιλος
διφορέω
View word page
διφθεράριος
parchment-maker

ShortDef

parchment-maker

Debugging

Headword:
διφθεράριος
Headword (normalized):
διφθεράριος
Headword (normalized/stripped):
διφθεραριος
IDX:
23472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23473
Key:

Data

{'content': 'parchment-maker'}