Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγόομαι
δίφθογγος
Δίφιλος
View word page
διφθεράλοιφος
a schoolmaster

ShortDef

a schoolmaster

Debugging

Headword:
διφθεράλοιφος
Headword (normalized):
διφθεράλοιφος
Headword (normalized/stripped):
διφθεραλοιφος
IDX:
23471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23472
Key:

Data

{'content': 'a schoolmaster'}