Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγόομαι
View word page
διφήτωρ
a searcher
ShortDef
a searcher
Debugging
Headword:
διφήτωρ
Headword (normalized):
διφήτωρ
Headword (normalized/stripped):
διφητωρ
IDX:
23469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23470
Key:
Data
{'content': 'a searcher'}