Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
View word page
διφάω
to search after
ShortDef
to search after
Debugging
Headword:
διφάω
Headword (normalized):
διφάω
Headword (normalized/stripped):
διφαω
IDX:
23468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23469
Key:
Data
{'content': 'to search after'}