Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
View word page
διφάσιος
two-fold, double
ShortDef
two-fold, double
Debugging
Headword:
διφάσιος
Headword (normalized):
διφάσιος
Headword (normalized/stripped):
διφασιος
IDX:
23466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23467
Key:
Data
{'content': 'two-fold, double'}