Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθερόομαι
View word page
δίφας
serpent

ShortDef

serpent

Debugging

Headword:
δίφας
Headword (normalized):
δίφας
Headword (normalized/stripped):
διφας
IDX:
23465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23466
Key:

Data

{'content': 'serpent'}