Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
View word page
διφαλέος
searching, sagacious

ShortDef

searching, sagacious

Debugging

Headword:
διφαλέος
Headword (normalized):
διφαλέος
Headword (normalized/stripped):
διφαλεος
IDX:
23464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23465
Key:

Data

{'content': 'searching, sagacious'}