Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
View word page
διφαλαγγάρχης
leader of a διφαλαγγαρχία

ShortDef

leader of a διφαλαγγαρχία

Debugging

Headword:
διφαλαγγάρχης
Headword (normalized):
διφαλαγγάρχης
Headword (normalized/stripped):
διφαλαγγαρχης
IDX:
23461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23462
Key:

Data

{'content': 'leader of a διφαλαγγαρχία'}