Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
View word page
διφαδεύει
plant
ShortDef
plant
Debugging
Headword:
διφαδεύει
Headword (normalized):
διφαδεύει
Headword (normalized/stripped):
διφαδευει
IDX:
23460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23461
Key:
Data
{'content': 'plant'}