Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διυλιστήρ
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
δίφας
διφάσιος
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
View word page
διυφίημι
let fall, drop
ShortDef
let fall, drop
Debugging
Headword:
διυφίημι
Headword (normalized):
διυφίημι
Headword (normalized/stripped):
διυφιημι
IDX:
23459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23460
Key:
Data
{'content': 'let fall, drop'}